σκινδακίσαι

σκινδακίσαι
σκινδακίσαι
Grammatical information: v.
Meaning: = oΏ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς (Phot.) and σκίνδαρον προσκίνημα καὶ τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναι ἀκολάστως σκινδακίσαι (id.). In H. 1. σκινδαρεύεσθαι κακοσχολεύεσθαι, δακτυλίζεσθαι, σκιμαλίζεσθαι; 2. σκινδαρίσαι τὰ αὐτά; 3. σκινδαρ(ε)ιος ὄρχησις οὕτω καλουμένη; 4. σκίνδαροι τὰ προσκυνήματα (leg. προσκι-, cf. Photius s.v. σκίνδαρον); 5. σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The verb is the demomin. of σκίνδαξ, the doublet of κίνδαξ. Cf. Taillardat R. Ét Anc. 58, 1956, 191ff.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκίνδαρος — ὁ, Α 1. άσεμνη χειρονομία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκινδακίσαι] …   Dictionary of Greek

  • σκινδαρίσαι — ΜΑ βλ. σκινδακίσαι …   Dictionary of Greek

  • σκινθαρίζω — και σκανθαρίζω Α (κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”